ξορκισμός

ξορκισμός
ο [ξορκίζω]
το ξόρκισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • (ε)ξορκισμός — ο 1. η επιβολή όρκου σε κάποιον. 2. η απομάκρυνση των κακών πνευμάτων με προσευχές, ιεροπραξίες ή μαγικά μέσα. 3. και ξόρκι, το προσευχή, ιεροπραξία ή μαγικό μέσο για απομάκρυνση των κακών πνευμάτων ή για γιατρειά αρρώστου ή άρρωστων μελών του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… …   Dictionary of Greek

  • ξόρκι — το προσευχή, μαγικό μέσο για την απαλλαγή από κακό ή αρρώστια, ξορκισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”